Ο νομός Μαγνησίας είναι στατιστικά με διαφορά ο πρώτος πανελλαδικά στην κατά
κεφαλή χρήση εισπνεομένων φαρμάκων στα παιδιά.
Η επίμονη χρήση των εισπνεομένων ,σχεδόν σε κάθε βήχα, είναι μια νοσηρή
πρακτική η οποία περνά από τον γιατρό στους γονείς και τελικώς στο ίδιο το
παιδί. Ένα παιδί που τελικώς καταλήγει να βήχει για μήνες με μικρό μόνο όφελος από την χορηγούμενη
αγωγή.
Τα εισπνεόμενα
φάρμακα χωρίζονται σε δύο κύριες κατηγορίες :
Α) Τα
ανακουφιστικά (relievers). Το γνωστότερο της κατηγορίας είναι η
σαλβουταμόλη (Aerolin). Tα φάρμακα αυτά έχουν ταχεία βρογχοδιασταλτική δράση (4-6 ώρες)
και χρησιμοποιούνται για να ανακουφίσουν από τα συμπτώματα της αναστρέψιμης
απόφραξης του κατώτερου αεραγωγού.
Β) Τα ρυθμιστικά (controllers) . Το γνωστότερο της κατηγορίας είναι το Flixotide. Πρόκειται κυρίως
για ICS (εισπνεόμενα
στεροειδή) τα οποία έχουν αντιφλεγμονώδη δράση στο βρογχικό δένδρο. Μπορούν να
χρησιμοποιηθούν μακροχρονίως σαν «ασπίδα» για τον πνεύμονα ή και στην οξεία
φάση για να συνεπικουρήσουν στην δράση των βρογχοδιασταλτικών.
Πότε «δουλεύουν» ;
Σε παιδιά που εμφανίζουν σημεία βρογχόσπασμου ή/και
φλεγμονής στο κατώτερο αναπνευστικό. Ο ασθματικός παροξυσμός είναι το
τυπικότερο παράδειγμα.
Πότε ΔΕΝ «δουλεύουν»
;
Σχεδόν σε όλες τις υπόλοιπες των περιπτώσεων ! Το παιδί που
εμφανίζει έναν «αναμενόμενο» βήχα απότοκο εκκρίσεων στον ανώτερο αεραγωγό, έναν
βήχα στα πλαίσια μιας ίωσης του αναπνευστικού, ή έναν μεταλοιμώδη βήχα ο οποίος
μπορεί να διαρκεί για 2-3 εβδομάδες, δεν αναμένεται να έχει κανένα όφελος από
την συνεχιζόμενη χορήγηση σπρει.
Υπάρχουν κίνδυνοι που
προκύπτουν από την άσκοπη χρήση τους ;
Ναι. Πρώτον, το παιδί λαμβάνει συστηματικά ένα φάρμακο που
στην πραγματικότητα δεν το χρειάζεται. Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα πρόβλημα.
Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες των βρογχοδιασταλτικών έχουν να κάνουν
με τρόμο,ταχυκαρδία και ωχρότητα (Aerolin, Atrovent),
αλλά και με μυκητίαση του στόματος (Flixotide, Pulmicort)
και βραχνάδα στην φωνή.
Ακόμη, οι β2 διεγέρτες (Αerolin) μπορούν σε παρατεταμένη χορήγηση να δώσουν το φαινόμενο
της ταχυφυλαξίας, δηλαδή κορεσμού
του υποδοχέα τους επάνω στις λείες
μυικές ίνες του πνεύμονα. Σε εκείνο το σημείο, πρακτικά, όσο Aerolin και αν
χορηγήσουμε στο παιδί, αυτό δεν πρόκειται να «λειτουργήσει». Μένουμε λοιπόν με
την εντύπωση ότι «κάτι» δίνουμε στο παιδί, μα στην πραγματικότητα δεν δίνουμε
τίποτα.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα που προκύπτει από την
κατάχρηση των εισπνεομένων φαρμάκων είναι ο αποπροσανατολισμός που δημιουργούν
γύρω από τον βήχα του παιδιού. Οι γονείς ξεκινούν τα φάρμακα από μόνοι τους από
συνήθεια ή/και ο γιατρός τα συστήνει από το τηλέφωνο με ευκολία, χωρίς να έχει
εξετάσει το παιδί. Τα αποτελέσματα είναι αμφίβολα, βέβαια. Και τελικά κάθε
βήχας “μπαίνει στο χωνευτήρι” του Aerolin. Ποιό παιδί τελικά
έχει υποτροπιάζοντα ακροαστικά ευρήματα ; Ποιό παιδί έχει ή αναμένεται να
εμφανίσει άσθμα ; Ποιό χρειάζεται να μπει σε ρυθμιστική αγωγή ; Ποιό παιδάκι
απλώς βήχει επειδή «κρυολόγησε» ; Τελικώς, δεν ξέρουμε ! Όλα τα περιστατικά
έχουν γίνει μια μουτζούρα σε έναν αλλόκοτο καμβά αφηρημένης τέχνης της
Παιδοπνευμονολογίας....